- καρβουνιάρης
- ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα)1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης, μουντζουρωμένοςνεοελλ.1. ονομασία πουλιού2. παροιμ. «κλαίει από το λύκο ο βοσκός, κλαίει κι ο καρβουνιάρης» — γι' αυτούς που συκοφαντούν και κακολογούν άλλους χωρίς αιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μερο-καματ-ιάρης, ταβερν-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.